- ξιφίδιο
- τομικρό ξίφος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ξιφίδιο — το (Α ξιφίδιον) [ξίφος] ξίφος μικρών διαστάσεων, σπαθάκι εντομολ. γένος ορθόπτερων εντόμων τής οικογένειας τών λοκουστιδών, ακρίδων με μέτριο μέγεθος και με χρώμα, γενικώς, πράσινο αρχ. το φυτό σπαργάνιον … Dictionary of Greek
φουγίων — ὁ, Α εγχειρίδιο, ξιφίδιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. pugio «ξιφίδιο, εγχειρίδιο»] … Dictionary of Greek
γραπτόλιθοι — Αποικίες απολιθωμένων οργανισμών που έζησαν αποκλειστικά στις θάλασσες του παλαιοζωικού αιώνα και ανήκουν στο φύλο των στοματοχορδωτών, συγγενείς με τα σημερινά πετροβράγχια. Η αποικία (ραβδόσωμα) ενός γ. αρχίζει από έναν μικρό, κωνικό θάλαμο –το … Dictionary of Greek
μαχαιρίων — μαχαιρίων, ωνος, ὁ (Α) ξιφίδιο, μικρό ξίφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μάχαιρα + επίθημα ίων (πρβλ. γλυκ ίων, πορφυρ ίων)] … Dictionary of Greek
ξίφος — Ευθύ και σχετικά πλατύ αγχέμαχο όπλο, σε χρήση ήδη από την προϊστορική εποχή. Το ξ. αποτελείται από τη λεπίδα (έλασμα) και τη λαβή (κώπη). Η λεπίδα, μεταλλικό κοφτερό στέλεχος τριγωνικής τομής και ποικίλου μήκους (0,90 1 μ.), φέρει ένα αυλάκι σε… … Dictionary of Greek
πουνιάλο — το, Ν μαχαίρι, στιλέτο («αράσσου κι αγκαλιάζουνται κρατώντας τα πουνιάλα», Ερωτόκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. pugnale «εγχειρίδιο, ξιφίδιο»] … Dictionary of Greek
σίκη — και σῑκα, ἡ, Α εγχειρίδιο, ξιφίδιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. sica «μαχαίρι, εγχειρίδιο»] … Dictionary of Greek